τάζω


τάζω
Προφορά

Ετυμολογία
τάζω μεσαιωνική ελληνική τάζω

Ερμηνεία
ρήμα τάζω

✦ υπόσχομαι να δώσω κάτι
✦ φρ. τάζω λαγούς με πετραχήλια, δίνω υπερβολικές ή απραγματοποίητες υποσχέσεις
✦ (ειδ.) υπόσχομαι αφιέρωμα στο Θεό ή τους αγίους, κάνω τάξιμο
✦ μτχ. παθ. πρκμ. τα(γ)μένος, -η, -ο ως επίθ. που έχει κάνει τάμα, έχει υποσχεθεί να αφιερώσει κάτι στο Θεό ή σε άγιο: ξέρω μιαν αμαρτωλή που ‘ναι ταμένη να χαρίσει έναν αργυρό σταυρό (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.