σώζω


σώζω
Προφορά

Ετυμολογία
σώζω αρχαία ελληνική σώζω

Ερμηνεία
σώζω

✦ κ. σώνω ρ. (έσωσα, σώθηκα, σωσμένος) διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, άβλαβο, ακέραιο, απαλλάσσω από κίνδυνο, φθορά, καταστροφή ή θάνατο
✦ διατηρώ: έσωσαν την πίστη των πατέρων τους
✦ (εκκλ.) απαλλάσσω κάποιον από τις αμαρτίες του
✦ (μέσ.) γλιτώνω από κίνδυνο, καταστροφή ή θάνατο
✦ βγαίνω από δύσκολη οικονομική θέση
✦ εξαντλούμαι, τελειώνω: σώθηκε το λάδι – με το φθινόπωρο, άρχισαν να σώνονται τα αποθέματα των τροφίμων (Γ. Θεοτοκάς)
✦ εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι: σώζονται ακόμα υπολείμματα αρχαίων κτισμάτων
✦ φρ. ο σώζων εαυτόν σωθήτω, για καταστάσεις κινδύνου κατά τις οποίες μπορεί κάποιος να βοηθήσει τον εαυτό του – σώζω τα προσχήματα, τηρώ τους τύπους σε μια δύσκολη κατάσταση – μη σώσεις, ως κατάρα για κάποιον που αρνείται να κάνει κάτι – σώθηκες! δεν πρέπει να περιμένει κάποιος αποτέλεσμα από ενέργεια – δεν σώνεται με τίποτε, δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αποφύγει την καταστροφή – σώνει και καλά, με κάθε τρόπο, με το ζόρι

Συνώνυμα
γλιτώνω ,λυτρώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.