σωσίβιο
Προφορά
Ετυμολογία
σωσίβιο μεταγενέστερη ελληνική σωσίβιον, └ουδ┘ του επιθέτου σωσίβιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σωσίβιο
✦ συσκευή που επιπλέει και που μπορεί να χρησιμεύσει για τη διάσωση ναυαγού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–