σχολιαστής


σχολιαστής
Προφορά

Ετυμολογία
σχολιαστής μεσαιωνική ελληνική σχολιαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σχολιαστής

✦ πρόσωπο που ερμηνεύει, επεξηγεί με σχόλια, κείμενα, ιδ. αρχαίων συγγραφέων
✦ δημοσιογράφος που σχολιάζει γεγονότα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.