σχολαστικός


σχολαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
σχολαστικός αρχαία ελληνική σχολαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σχολαστικός -ή, -ό

✦ οπαδός του σχολαστικισμού
✦ ο ασχολούμενος με τους τύπους και τις λεπτομέρειες και όχι με την ουσία, μικρολόγος, στενοκέφαλος
✦ αυτός που γίνεται με επιμέλεια και προσοχή στις λεπτομέρειες: σχολαστικό διάβασμα
✦ ο προσηλωμένος στους τύπους της αρχαίας γραμματικής, λογιότατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σχολαστικά (Κ σχολαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.