σφυρηλατώ


σφυρηλατώ
Προφορά

Ετυμολογία
σφυρηλατώ μεταγενέστερη ελληνική σφυρηλατῶ

Ερμηνεία
ρήμα σφυρηλατώ -είς, -εί

✦ κατεργάζομαι τα μέταλλα με τη σφύρα
(μτφ. ) διαμορφώνω με επίμονη άσκηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.