σφυρίζω


σφυρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σφυρίζω μεσαιωνική ελληνική σφυρίζω

Ερμηνεία
ρήμα σφυρίζω

✦ βγάζω οξύ ήχο με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με κατάλληλο όργανο
✦ παράγω οξύ ήχο: σφυρίζει ο αέρας
✦ βγάζω δυνατό ήχο: σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά (Γ. Σεφέρης) – σφύριξε το τρένο
(μτφ. ) πληροφορώ κάποιον κρυφά για κάτι: πρόλαβε και του το σφύριξε
✦ αποδοκιμάζω με σφυρίγματα: το έργο ήταν απαίσιο· η παράσταση σφυρίχτηκε
✦ φρ. κάνει (λέγει κτλ.) ό,τι του σφυρίξει, κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες: ήταν ένα αίσθημα απεριόριστης «λευτεριάς», ένα μεθύσι αναρχίας… ο καθένας μπορούσε να κάμει ό,τι του σφύριζε – σήμερα μπορεί να λέει κανείς ό,τι του σφυρίξει (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.