σφραγίδα
Προφορά
Ετυμολογία
σφραγίδα αρχαία ελληνική σφραγίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σφραγίδα
✦ μικρό αντικείμενο με έγγλυφα ή ανάγλυφα γράμματα ή παραστάσεις για την αποτύπωσή τους σε έγγραφα ή άλλο υλικό
✦ μικρό ξύλινο αντικείμενο που έχει ανάγλυφο το σχήμα του σταυρού και γράμματα που αποτυπώνονται στα λειτουργικά πρόσφορα
✦ το σήμα που αποτυπώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ως δηλωτικό γνησιότητας
✦ (μτφ. ) χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου που αναγνωρίζεται σε έργο του: φέρει τη σφραγίδα της συγγραφικής του δεξιοτεχνίας
✦ (μτφ. ) απόδειξη, γνώρισμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–