σφαίρα
Προφορά
Ετυμολογία
σφαίρα αρχαία ελληνική σφαῖρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σφαίρα
✦ στερεό σχήμα οριζόμενο από επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία απέχουν εξίσου από το κέντρο
✦ καθετί που έχει σχήμα σφαιρικό (τόπι, μπάλα, μπίλια κτλ.)
✦ σφαιροειδές όργανο άθλησης
✦ (ειδ.) σφαιρικό βλήμα πυροβόλου, το βόλι, η μπάλα
✦ ο σφαιροειδής όγκος της γης και μικρό ομοίωμά της προορισμένο για μελέτη
✦ (μτφ. ) η έκταση ενέργειας, δικαιοδοσίας ή επιδράσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–