σιωπηλός


σιωπηλός
Προφορά

Ετυμολογία
σιωπηλός αρχαία ελληνική σιωπηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σιωπηλός -ή, -ό

✦ που σωπαίνει
✦ λιγόλογος, που δεν αγαπά τη φλυαρία Αντίθ. λάλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σιωπηλά (Κ σιωπηλώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.