σιτηρά


σιτηρά
Προφορά

Ετυμολογία
σιτηρά πληθ. └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. σιτηρός

Ερμηνεία
σιτηρά

✦ ουσ. κατηγορία αγρωστοειδών φυτών, τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη κτλ.)
✦ οι καρποί των δημητριακών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.