σημειώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σημειώνω μεταγενέστερη ελληνική σημειόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σημειώνω
✦ βάζω κάποιο σημάδι για αναγνώριση ή υπόμνηση, σημαδεύω
✦ γράφω, κρατώ σημείωση πληροφορίας, γεγονότος, λογαριασμού κτλ.
✦ λαβαίνω υπόψη μου
✦ θεωρώ, υπολογίζω κάτι ως σοβαρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–