σημείο
Προφορά
Ετυμολογία
σημείο αρχαία ελληνική σημεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σημείο
✦ διακριτικό γνώρισμα πράγματος ή γεγονότος
✦ (συνεκδ.) εξωτερική εκδήλωση, έκφραση, ένδειξη καταστάσεως
✦ φρ. σημεία και τέρατα, πράγματα τερατώδη, απίστευτα: κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα (Οδ. Ελύτης)
✦ ορισμένος τόπος ή θέση
✦ (μτφ. ) όριο ή βαθμός πράγματος ή καταστάσεως
✦ ορισμένο μέρος ενός όλου
✦ νεύμα, νόημα |(ιατρ.) σύμπτωμα νόσου
✦ (γραμμ.) κάθε βοηθητικό σύμβολο (τονισμού, στίξης κτλ.)
✦ (μουσ.) σύμβολο μουσικού φθόγγου, νότα
✦ (μαθημ.) καθένα από τα σύμβολα αριθμητικών ή αλγεβρικών πράξεων
✦ (γεωμ.) νοητό στοιχείο του χώρου, χωρίς έκταση και σχήμα
✦ (αστρον.) τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, οι ακριβείς θέσεις που έχουν στον ορίζοντα ο Βορράς, ο Νότος, η Ανατολή και η Δύση
✦ (φυσ.) σημείο βρασμού – τήξεως – αναφλέξεως, ο βαθμός θερμοκρασίας κατά τον οποίο υγρό αρχίζει να βράζει, στερεό να λιώνει ή σώμα να φλέγεται
✦ (μηχαν.) σημείο στηρίξεως, το υπομόχλιο
✦ (στρατ.) στρατηγικό σημείο, επίκαιρη θέση της οποίας η κατάληψη μπορεί να επηρεάσει την έκβαση μάχης ή όλου του πολέμου
✦ (ναυτ.) σινιάλο
✦ (μηχαν.) νεκρό σημείο, η θέση όπου μηδενίζεται η ενέργεια της κινητήριας δύναμης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–