σηματοδοτώ
Προφορά
Ετυμολογία
σηματοδοτώ σηματοδότης
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σηματοδοτώ -είς, -εί
✦ μεταδίδω σήματα
✦ τοποθετώ σηματοδότη
✦ (μτφ. ) παρέχω στοιχεία, ενδείξεις κτλ. που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά μελλοντικής ενέργειας, κατάστασης, αντίληψης κτλ.: οι αλλαγές στην εκπαίδευση σηματοδοτούν μια νέα εποχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–