σημάδι
Προφορά
Ετυμολογία
σημάδι μεσαιωνική ελληνική σημάδιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σημάδι
✦ ένδειξη
✦ αναγνωριστικό σημείο
✦ ίχνος, χνάρι
✦ σκοπευτικός, στόχος: φρ. ρίχνω στο σημάδι – βάζω στο σημάδι
✦ σωματικό χαρακτηριστικό: πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης (δημ. τραγ.)
✦ ουλή, μελανιά
✦ οιωνός: καλό – κακό σημάδι
✦ δώρο αρραβώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–