σηκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σηκώνω μεσαιωνική ελληνική σηκώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σηκώνω
✦ ανυψώνω, εγείρω
✦ στήνω κάτι όρθιο ή κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος
✦ χτίζω
✦ κρατώ ή μεταφέρω βάρος
✦ αφυπνίζω
✦ κηδεύω
✦ αναστατώνω
✦ επιδέχομαι
✦ ανέχομαι
✦ παρακινώ σε απειθαρχία
✦ (μέσ.) σηκώνομαι, ξυπνώ
✦ επαναστατώ
✦ (μτβ. ή αμτβ. σε πολλές φρ.) σήκω σήκω, κάτσε κάτσε, πειθήνια υποταγή σε αυθαίρετες διαταγές – δε σηκώνει κεφάλι, μελετά ή εργάζεται συνεχώς – σηκώνω χέρι, απειλώ να χτυπήσω κάποιον – σηκώνω χρήματα, αναλαμβάνω καταθέσεις ή δανείζομαι – σηκώθηκε ο άρρωστος, ανάρρωσε – σηκώθηκε αέρας, άρχισε να φυσάει δυνατά – σηκώνω στο πόδι, αναστατώνω – σηκώνω κεφάλι, μπαϊράκι, παντιέρα, αυθαδιάζω, απειθαρχώ – το κρασί σηκώνει νερό, είναι πολύ δυνατό και μπορεί να αραιωθεί – δεν τον σηκώνει το κλίμα, δεν τον ωφελεί – σηκώνω φωνή, φωνάζω δυνατά, διαμαρτύρομαι – σηκώνω τα μάτια, ρίχνω το βλέμμα, κοιτάζω ιδ. με επιθυμία – σηκώνεται η τρίχα μου, αηδιάζω ή τρομάζω – σηκώνει η τσέπη μου, έχω αρκετά χρήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κατεβάζω, ρίχνω, αφήνω κάτω ,καθίζω
Επιρρήματα
–