σεφ


σεφ
Προφορά

Ετυμολογία
σεφ └γαλλ┘ chef

Ερμηνεία
σεφ

✦ άκλ. ουσ. αρχιμάγειρας ξενοδοχείου ή εστιατορίου: σπεσιαλιτέ του σεφ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.