σεξουαλικός


σεξουαλικός
Προφορά

Ετυμολογία
σεξουαλικός μεσαιωνική ελληνική └λατιν┘ sexualis

Ερμηνεία
επίθετο┘ σεξουαλικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη γενετήσια ορμή: σεξουαλική πράξη
✦ (για πρόσ.) ερωτιάρης: σεξουαλικός τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.