σεξισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σεξισμός └γαλλ┘ sexisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σεξισμός
✦ αντίληψη, νοοτροπία διακρίσεων εις βάρος κάποιου, με βάση το φύλο του
✦ (ειδ.) νοοτροπία, αντίληψη, συμπεριφορά που επιβάλλει διακρίσεις εις βάρος του γυναικείου φύλου
✦ συμπεριφορά, συνθήκες ή πρακτικές που καλλιεργούν στερεότυπα κοινωνικών ρόλων, με βάση το φύλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–