σεντόνι
Προφορά
Ετυμολογία
σεντόνι μεταγενέστερη ελληνική σινδόνιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σινδών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σεντόνι
✦ μεγάλο τετράπλευρο κομμάτι υφάσματος, συν. λεπτού και λευκού, που χρησιμεύει ως κλινοσκέπασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–