σελίδα


σελίδα
Προφορά

Ετυμολογία
σελίδα αρχαία ελληνική σελίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σελίδα

✦ κάθε όψη γραμμένου ή τυπωμένου φύλλου χαρτιού
✦ (συνεκδ.) το περιεχόμενο βιβλίου
(μτφ. ) ιστορική περίοδος ή γεγονός
✦ καθεμία πλευρά φύλλου ενός βιβλίου, χειρογράφου, γράμματος κτλ., καθεμία από τις όψεις ενός φύλλου χαρτιού που μπορεί να δεχτεί ένα κείμενο, σχεδίασμα κτλ.
✦ το ίδιο το κείμενο, το περιεχόμενο μιας σελίδας
(μτφ. ) αξιομνημόνευτα γεγονότα, στιγμές, επεισόδια από τη ζωή ατόμου, ομάδας, έθνους: ηρωικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας
✦ φρ. γυρίζω – αλλάζω σελίδα, ξεκινώ κάτι καινούριο, παύω να ασχολούμαι με το παρελθόν ανοίγω νέα σελίδα, καινοτομώ
✦ (πληροφορ.) το σύνολο των στοιχείων που εμφανίζονται στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή· καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, αρχείο, ένα σύνολο δεδομένων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.