σεισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σεισμός αρχαία ελληνική σεισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σεισμός
✦ απότομη δόνηση μικρών ή μεγάλων εκτάσεων του στερεού φλοιού της γης
✦ (μτφ. ) αναστάτωση, αναταραχή: σεισμό προκάλεσαν οι νέες φορολογικές ρυθμίσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–