σειρά


σειρά
Προφορά

Ετυμολογία
σειρά αρχαία ελληνική σειρά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σειρά

✦ αλληλουχία πραγμάτων, όρων ή γεγονότων με ορισμένη τάξη
✦ συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων, γραμμή, στοίχος
✦ στίχος, αράδα
✦ σύνολο ομοειδών πραγμάτων: η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων (Κ. Καβάφης)
✦ τηλεοπτικό έργο που μεταδίδεται σε συνέχειες, σίριαλ
✦ σύνολο βιομηχανικών ειδών που κατασκευάζονται σε μεγάλες ποσότητες και με τον ίδιο τύπο
✦ η θέση που κατέχει ή παίρνει κανείς σε τάξη ή ακολουθία
✦ κατάλληλη στιγμή
✦ συνοχή, ειρμός
✦ γενεαλογία, γένος, γενιά
✦ κοινωνική τάξη
✦ φρ. βγαίνω από τη σειρά μου, αλλάζω το ρυθμό της ζωής μου, αναστατώνομαι
✦ (στρατιωτ.) το σύνολο των στρατιωτών που παρουσιάζονται στα κέντρα εκπαιδεύσεως την ίδια ημερομηνία
✦ (μαθημ.) άθροισμα άπειρων αριθμών
✦ (γεωλ.) ομάδα από στρώματα πετρωμάτων
✦ (χημ.) ομάδα οργανικών ενώσεων με όμοιο συντακτικό τύπο
✦ (ναυτ.) σύνολο σχοινιών, μούδα
✦ (γραμματολ.) πληθ. σειρές, εκλογές συγγραμμάτων παλιότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων, που αναφέρονται σε δογματικά, ερμηνευτικά ή ασκητικά ζητήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.