σβήνω


σβήνω
Προφορά

Ετυμολογία
σβήνω από το νέο αόρ. ἔσβησαν, γ΄ πληθ. του αρχαίου ελληνικού αορ. του ρήματος σβέννυμαι

Ερμηνεία
σβήνω

✦ κ. σβένω κ. σβω ρ. (έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος· Κ σβεννύω) σταματώ την καύση ή το φωτισμό
✦ (αμτβ.) παύω να καίω ή να φωτίζω
(μτφ. ) καταπραΰνω, καταπαύω
✦ εξαλείφω, διαγράφω
✦ (αμτβ. μτφ.) ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι
✦ (για εξανθήματα) μαραίνομαι, εξαφανίζομαι
✦ (για πρόσ.) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ, πεθαίνω

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανάβω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.