σαπούνι
Προφορά
Ετυμολογία
σαπούνι μεσαιωνική ελληνική σαπούνιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σαπούνι
✦ στερεό μείγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα, που διαλύεται στο νερό και χρησιμεύει για πλύσιμο και καθαρισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–