σαπίζω


σαπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σαπίζω αρχαία ελληνική ἐσάπησαν, γ΄ πληθ. αορ. του σήπομαι

Ερμηνεία
ρήμα σαπίζω

✦ χαλώ κάτι ώστε να αποσυντεθεί, καθιστώ κάτι σάπιο: η υγρασία σάπισε τα ξύλα
✦ (αμτβ.) γίνομαι σάπιος, σήπομαι: σάπισαν τα φρούτα
✦ φρ. τον σάπισε στο ξύλο, τον ξυλοφόρτωσε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.