σανίδα


σανίδα
Προφορά

Ετυμολογία
σανίδα αρχαία ελληνική σανίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σανίδα

✦ μακρύ και πλατύ ορθογώνιο ξύλο σχετικά μικρού πάχους
✦ φρ. σανίδα σωτηρίας, έσχατο μέσο σωτηρίας, διεξόδου

Συνώνυμα
τάβλα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.