σαγιονάρα


σαγιονάρα
Προφορά

Ετυμολογία
σαγιονάρα ιαπων. λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαγιονάρα

✦ είδος παντόφλας από ελαφρύ πλαστικό που συγκρατείται στο πόδι με μια λεπτή λωρίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.