σίδερο


σίδερο
Προφορά

Ετυμολογία
σίδερο μεσαιωνική ελληνική σίδερον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σίδερο

✦ είδος μετάλλου ευρύτατης χρήσης
✦ καθετί φτιαγμένο από το μέταλλο αυτό
✦ όργανο, συσκευή για το σιδέρωμα ρούχων
✦ τα σίδερα, οι χειροπέδες· η φυλακή: τον βάλανε στα σίδερα (τον φυλάκισαν)
✦ φρ. λυγάει σίδερα, είναι πολύ γερός – είναι για τα σίδερα, τρελός σε επικίνδυνο βαθμό – έφαγα τα σίδερα, μεταχειρίστηκα κάθε μέσο για να πετύχω κάτι – θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (ειρων.), θα κατορθωθούν τρομερά κι απίστευτα πράγματα ή θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.