σήμα
Προφορά
Ετυμολογία
σήμα αρχαία ελληνική σῆμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σήμα
✦ αναγνωριστικό σημάδι: σήματα γραπτά, σημάδια ζωγραφισμένα
✦ ειδική παράσταση ως σύμβολο βιομηχανίας και ως διακριτικό των προϊόντων της: σήμα κατατεθέν (το επίσημα αναγνωρισμένο)
✦ διακριτικό των μελών σωματείου, οργανωμένης ομάδας κτλ.
✦ εθνόσημο
✦ συνθηματικό σημείο από απόσταση (με σημαίες, ήχους ή φώτα) με το οποίο αναγέλλεται ή παραγγέλλεται κάτι: σήμα κινδύνου
✦ (ειδ.) η καθεμιά από τις σημαίες διαφορετικού χρώματος και σχήματος με τις οποίες γίνονται οι συνεννοήσεις ανάμεσα στα πλοία, σινιάλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–