σέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
σέρνω μεσαιωνική ελληνική σέρνω, από το ἔσυρα, αόρ. του σύρνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σέρνω
✦ τραβώ, έλκω: ο παππούς έσυρε την πόρτα πίσω του (Π. Πρεβελάκης)
✦ έλκοντας μετακινώ κάτι στο έδαφος
✦ φρ. σέρνει τα πόδια του, περπατά με δυσκολία – σέρνω το χορό, χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό – (μτφ. ) τον σέρνει από τη μύτη, κατευθύνει τις ενέργειές του, τον κάνει ό,τι θέλει
✦ (αμτβ.) ιδ. στην προστακτ. σύρε, πήγαινε: σύρε στο καλό
✦ (μτφ. ) κακολογώ: φρ. το τι σου σέρνει δε λέγεται
✦ (μέσ.) σέρνομαι, έρπω στη γη: όσοι μπορούσαμε σερνόμαστε με την κοιλιά (Διδώ Σωτηρίου)
✦ βαδίζω, προχωρώ δύσκολα: δεν συνήλθε από την αρρώστια, σέρνεται για να πάει ως τη βρύση
✦ σέρνεται, (για αρρώστιες) υπάρχει επιδημία: σέρνεται ιλαρά
✦ φρ. το σύρε κι έλα, η συχνή μετακίνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–