πόρτα


πόρτα
Προφορά

Ετυμολογία
πόρτα μεσαιωνική ελληνική πόρτα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πόρτα

✦ το άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος σε κλειστό ή περίφρακτο χώρο, θύρα
✦ (συνεκδ.) το κατασκεύασμα, ξύλινο ή μεταλλικό, που κλείνει αυτό το άνοιγμα
✦ (αργκό) έλεγχος των προσερχομένων σε ορισμένα νυχτερινά κέντρα για να επιτραπεί ή εμποδιστεί η είσοδός τους: φρ. έφαγα πόρτα, δεν μου επέτρεψαν να εισέλθω σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
✦ φρ. πόρτα πόρτα, από σπίτι σε σπίτι – του ‘κλεισε την πόρτα ή του ‘δειξε την πόρτα, τον έδιωξε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.