πόνος
Προφορά
Ετυμολογία
πόνος αρχαία ελληνική πόνος (=κόπος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πόνος
✦ οδυνηρό αίσθημα σε σημείο ή περιοχή του σώματος που οφείλεται σε αρρώστια ή τραυματισμό, σωματικό άλγος
✦ θλίψη, στενοχώρια, καημός
✦ οίκτος, συμπόνια
✦ ερωτικός καημός
✦ ιδιαίτερο ενδιαφέρον (συν. με ειρωνική έννοια): τον έπιασε ο πόνος για τους συναδέλφους του – για τη δουλειά του
✦ φρ. παίρνω κάτι επί πόνου, αποδίδω σε κάτι υπερβολική σημασία, στενοχωρούμαι για κάτι υπερβολικά – καθένας με τον πόνο του, καθένας ενδιαφέρεται για τα δικά του προβλήματα
✦ πληθ. οι πόνοι, οι ωδίνες του τοκετού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–