πόδι
Προφορά
Ετυμολογία
πόδι αρχαία ελληνική πόδιον, υποκοριστικό του πούς
Ερμηνεία
πόδι
✦ (Κ πους, ποδός) καθένα από τα δύο κάτω άκρα του ανθρώπου ή των σπονδυλωτών ζώων
✦ (ειδ.) το τμήμα του σκέλους ανάμεσα στον αστράγαλο και στα δάχτυλα
✦ κάθε όργανο με το οποίο ασπόνδυλο ζώο κινείται ή προσκολλάται κάπου
✦ στήριγμα ή υπόβαθρο επίπλου, οργάνου κτλ.
✦ μονάδα μήκους ίση με 0,33 μ. περίπου
✦ (μετρ.) σύνολο συλλαβών που αποτελούν ρυθμική μονάδα
✦ φρ. παίρνω πόδι, φεύγω διωγμένος – το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή κυνηγημένος – πατώ πόδι, απαιτώ κάτι, επιβάλλω τη θέλησή μου – βάζω τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι, πιέζω ή αναγκάζω κάποιον να υποκύψει – πέφτω στα πόδια του, εκλιπαρώ κάποιον – κόπηκαν τα πόδια μου, κουράστηκα – τρώγω ή πίνω στο πόδι, πρόχειρα, χωρίς να καθίσω – σηκώνω στο πόδι, αναστατώνω – με τα πόδια, πεζή – με χέρια και με πόδια, με κάθε μέσο – αφήνω στο πόδι μου κάποιον, αφήνω αντικαταστάτη ή πληρεξούσιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–