πορνό


πορνό
Προφορά

Ετυμολογία
πορνό από αποκοπή του α΄ συνθετικού της λ. πορνογραφικός

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ πορνό

✦ ως χαρακτηρισμός κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας ή δημοσιεύματος με αισχρό, άσεμνο περιεχόμενο: ταινία πορνό – περιοδικό πορνό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.