ποντίκι


ποντίκι
Προφορά

Ετυμολογία
ποντίκι μεσαιωνική ελληνική ποντίκι(ο)ν, υποκοριστικό του ποντικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ποντίκι

✦ μικρό τρωκτικό με οξύ ρύγχος, μουστάκια και μακριά ουρά, ποντικός
✦ ο μυς του σώματος: το αίμα βράζει μέσα μου, φουσκώνει τα ποντίκια μου (Β. Ρώτας)
✦ (ηλεκτρον.) (από μτφρ. του αγγλικά mouse) μικρή χειροκίνητη συσκευή η οποία όταν μετακινείται πάνω σε μια επιφάνεια προκαλεί αντίστοιχη μετακίνηση ενός φωτεινού σημείου στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.