ποντάρω


ποντάρω
Προφορά

Ετυμολογία
ποντάρω └ιταλ┘pontare

Ερμηνεία
ρήμα ποντάρω

✦ βάζω σημάδι, ιδ. δηλωτικό ελέγχου
✦ (για τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί
(μτφ. ) υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι

Συνώνυμα
τσεκάρω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.