πομπή


πομπή
Προφορά

Ετυμολογία
πομπή αρχαία ελληνική πομπή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πομπή

✦ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία
✦ φρ. εν πομπή και παρατάξει, πανηγυρικά
✦ διαπόμπευση, πόμπεμα
✦ ντροπή, ατιμία: με τις πομπές του μάς ντρόπιασε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.