πολύς
Προφορά
Ετυμολογία
πολύς αρχαία ελληνική πολύς
Ερμηνεία
πολύς
✦ πολλή, πολύ επίθ. (συγκριτ. περισσότερος κ. πιότερος, υπερθ. πλείστος) που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα, σε αρκετό πλήθος
✦ ο αρκετά μεγάλος σε έκταση ή ένταση
✦ ο αρκετά μεγάλης διάρκειας, μακρός
✦ (μτφ. ) ο αρκετά ισχυρός
✦ (μτφ. ) σπουδαίος: φρ. μέγας και πολύς
✦ με άρθρο ο πολύς, ονομαστός, περιβόητος
✦ οι πολλοί, ο πολύς λαός, το πλήθος
✦ φρ. το πολύ (πολύ), κατ’ ανώτατο όριο ή το αργότερο – κατά πολύ, σε σημαντικό βαθμό – ως επί το πολύ, συνήθως
✦ το ουδ. πολύ ως επίρρ., (βλ. λ)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λίγος
Επιρρήματα
–