πολυτέλεια


πολυτέλεια
Προφορά

Ετυμολογία
πολυτέλεια αρχαία ελληνική πολυτέλεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολυτέλεια

✦ το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα
✦ πλούτος εμφανίσεως, λούσο
✦ ό,τι αποτελεί περιττό έξοδο
✦ κατάστημα πολυτελείας, η ανώτερη κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ένα κατάστημα (εστιατόριο, ξενοδοχείο κτλ.) – φόρος πολυτελείας, φόρος που επιβάλλεται σε ορισμένα είδη (κοσμήματα, έργα τέχνης κτλ.)
(μτφ. ) άνεση που έχει κανείς να κάνει κάτι: δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα
λιτότητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.