πολιτική
Προφορά
Ετυμολογία
πολιτική αρχαία ελληνική πολιτική, └θηλ┘ του επιθέτου πολιτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πολιτική
✦ η τέχνη, η επιστήμη της διακυβέρνησης κράτους
✦ ο τρόπος διεξαγωγής των κρατικών υποθέσεων, το πρόγραμμα που εφαρμόζει μία κυβέρνηση σε κάθε κρατική λειτουργία
✦ τρόπος χειρισμού ορισμένης υπόθεσης
✦ η ενεργός ανάμειξη στην πολιτική ζωή μιας χώρας
✦ (μτφ. ) επιτήδειος τρόπος ενέργειας, συμπεριφοράς: για να επιτύχεις, χρειάζεται πολιτική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–