ποδιά


ποδιά
Προφορά

Ετυμολογία
ποδιά μεσαιωνική ελληνική ποδιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ποδιά

✦ μικρό ή μεγάλο κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που φορούν στη μέση οι νοικοκυρές ή οι τεχνίτες την ώρα της δουλειάς τους, περίζωμα
✦ το εμπρός μέρος γυναικείου φορέματος
✦ ειδική στολή των μαθητριών και των μικρών παιδιών
(μτφ. ) ποδιά του βουνού, η πλαγιά, η υπώρεια
✦ φρ. φίλησε ποδιές (κατουρημένες), ταπεινώθηκε για να πετύχει κάτι

Συνώνυμα
μπροστέλα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.