πνιγηρός


πνιγηρός
Προφορά

Ετυμολογία
πνιγηρός αρχαία ελληνική πνιγηρός

Ερμηνεία
πνιγηρός

✦ κ. πνιγερός, -ή, -ό επίθ. (Κ πνιγηρός, -ά, -όν) που δυσκολεύει την αναπνοή, αποπνιχτικός: πλησιάζω να πεθάνω στην υγρασία την πνιγερή (Τ. Παπατσώνης) – η πνιγερή ατμόσφαιρα του υπογείου (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (κ. μτφ.): στη σημερινή πνιγερή μοναξιά (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.