πνεύμονας
Προφορά
Ετυμολογία
πνεύμονας αρχαία ελληνική πνεύμων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πνεύμονας
✦ καθένα από τα δύο κύρια αναπνευστικά όργανα του ανθρώπου και των θηλαστικών ζώων, που βρίσκονται στην κοιλότητα του θώρακα
✦ (μτφ. ) πηγή αναπνοής, αναψυχής: θα δημιουργηθούν στην Αθήνα πνεύμονες πρασίνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–