πνεύμα


πνεύμα
Προφορά

Ετυμολογία
πνεύμα αρχαία ελληνική πνεῦμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πνεύμα

✦ αρχή της ζωής, ζωογόνος πνοή του σώματος
✦ η ζωή, η ύπαρξη: φρ. παραδίδω το πνεύμα, πεθαίνω
✦ η ψυχή και οι ψυχικές λειτουργίες, η ψυχική και ηθική υπόσταση σε αντίθεση προς τη σάρκα, την ύλη
✦ ο νους και οι ικανότητές του, ευφυΐα, γρήγορη αντίληψη, σωστή κρίση
✦ άνθρωποι του πνεύματος, οι ασχολούμενοι με τα γράμματα (λογοτέχνες, μελετητές, επιστήμονες) ά. εργάτες του πνεύματος
✦ ψυχική ή διανοητική κατάσταση, διάθεση
✦ η κεντρική ιδέα (λόγου, κειμένου κτλ.), βαθύτερο νόημα, η ουσία έννοιας πράγματος ή φαινομένου σε αντιδιαστολή προς τα εξωτερικά γνωρίσματα (σχήμα, εμφάνιση, γράμμα κτλ.): το πνεύμα του νόμου
✦ ό,τι είναι άυλο, όχι αντιληπτό από τις αισθήσεις
✦ κατά τους πνευματιστές, η ψυχή νεκρού η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επικοινωνήσει με τους ζωντανούς
✦ φρ. κάνει πνεύμα, ευφυολογεί
✦ (γραμμ.) σημείο της στίξεως, η ψιλή (‘ ) και η δασεία (” ): με το μονοτονικό ορθογραφικό σύστημα καταργήθηκαν τα πνεύματα
✦ (χημ.) αλκοόλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.