πνευματικός
Προφορά
Ετυμολογία
πνευματικός αρχαία ελληνική πνευματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πνευματικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το πνεύμα: πνευματική ελευθερία (ελευθερία της σκέψης) – πνευματική ιδιοκτησία (δικαίωμα ιδιοκτησίας των προϊόντων του πνεύματος, συγγραμμάτων, καλλιτεχνημάτων, εφευρέσεων κτλ.)
✦ ο σχετικός με την πνοή, το φύσημα του αέρα
✦ άυλος, ασώματος
✦ αρσ. πνευματικός ως ουσ., ο παπάς που εξομολογεί, εξ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υλικός
Επιρρήματα
πνευματικά (Κ πνευματικώς)