πλύση


πλύση
Προφορά

Ετυμολογία
πλύση αρχαία ελληνική πλύσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλύση

✦ το καθάρισμα, το πλύσιμο με νερό
✦ καθαρισμός πληγής, έλκους με αντισηπτικό ή άλλο φάρμακο
✦ μπουγάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.