πλωτήρας


πλωτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
πλωτήρας αρχαία ελληνική πλωτήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλωτήρας

✦ κάθε ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο να επιπλέει, το φλοτέρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.