πλυντήριο


πλυντήριο
Προφορά

Ετυμολογία
πλυντήριο αρχαία ελληνική πλυντήριον, └ουδ┘ του επιθέτου πλυντήριος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πλυντήριο

✦ χώρος του σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, πλυσταριό
✦ κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο ειδών ρουχισμού
✦ διαμέρισμα εργοστασίου προορισμένο για το πλύσιμο οποιουδήποτε προϊόντος
✦ οικιακή ηλεκτρική συσκευή που πλένει ρούχα ή πιάτα
(μτφ. ) ως χαρακτηρισμός επιχειρήσεως, τραπεζικού ιδρύματος κτλ., όπου επενδύονται ή κατατίθενται χρήματα που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο, για να νομιμοποιηθούν: τα πλυντήρια του βρόμικου χρήματος (Κλικ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.