πλησιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
πλησιάζω αρχαία ελληνική πλησιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλησιάζω
✦ φέρνω κάτι κοντά σε άλλο, προσεγγίζω
✦ έρχομαι κοντά, ζυγώνω, σιμώνω: πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο (Κ. Καβάφης)
✦ βρίσκομαι κοντά σε κάτι: πλησιάζω να πεθάνω (Τ. Παπατσώνης)
✦ (μτφ. ) συναναστρέφομαι
✦ είμαι παραπλήσιος, μοιάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απομακρύνω ,ξεμακραίνω
Επιρρήματα
–